Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

температура -ет η θερμοκρασία (

  • 1 температура

    температура ж η θερμοκρασία; нормальная \температура η φυσιολογική θερμοκρασία; повышенная \температура ο πυρετός; мерить \температурау μετρώ τη θερμοκρασία
    * * *
    ж
    η θερμοκρασία

    норма́льная температу́ра — η φυσιολογική θερμοκρασία

    повы́шенная температу́ра — ο πυρετός

    ме́рить температу́ру — μετρώ τη θερμοκρασία

    Русско-греческий словарь > температура

  • 2 температура

    θ.
    θερμοκρασία•

    температура воздуха η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας•

    температура человеческого тела η θερμοκρασία του ανθρώπινου σώματος•

    измерять -у больного μετρώ τη θερμοκρασία του άρρωστου•

    повышенная температура ο πυρετός.

    Большой русско-греческий словарь > температура

  • 3 температура

    температу́р||а
    ж ἡ θερμοκρασία/ ὁ πυρετός (больного):
    комнатная \температура ἡ θερμοκρασία δωματίου· повышенная \температура ὁ πυρετός· измерять \температурау а) μετρώ τήν θερμοκρασία, б) (о больном) ἐξετάζω τόν πυρετό· у него нет \температураы δέν ἐχει πυρετό, εἶναι ἀπύρετος.

    Русско-новогреческий словарь > температура

  • 4 температура

    1. физ. η θερμοκρασία
    - замерзания το σημείο/η θερμοκρασία ψύξης
    комнатная - δωματίου/περιβάλλοντος
    2. мед. о πυρετός.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > температура

  • 5 температура

    [τιμπιρατοόρα] ουσ. θ. θερμοκρασία

    Русско-греческий новый словарь > температура

  • 6 температура

    [τιμπιρατοόρα] ουσ. θ. θερμοκρασία

    Русско-греческий новый словарь > температура

  • 7 температура

    [τιμπιρατοόρα] ουσ θ θερμοκρασία

    Русско-эллинский словарь > температура

  • 8 температура

    [τιμπιρατοόρα] ουσ θ θερμοκρασία

    Русско-эллинский словарь > температура

  • 9 нормальный

    нормальный κανονικός, ομαλός· \нормальныйая температура η φυσιολογική θερμοκρασία
    * * *
    κανονικός, ομαλός

    норма́льная температу́ра — η φυσιολογική θερμοκρασία

    Русско-греческий словарь > нормальный

  • 10 поднять

    поднять 1) σηκώνω, υψώνω· \поднять бокал υψώνω το ποτήρι· \поднять руку σηκώνω το χέρι· \поднять занавес ανοίγω την αυλαία· \поднять флаг υψώνω τη σημαία 2) (повысить) υψώνω, ανεβάζω· \поднять цены υψώνω τις τιμές ◇ \поднять шум κάνω θόρυβο (или φασαρία)· \поднять вопрос βάλλω (или θέτω) ζήτημα· \поднять восстание επαναστατώ, κάνω επανάσταση \подняться 1) (встать ) σηκώνομαι 2) (наверх ) ανεβαίνω 3) (повыситься) αυξάνω, αναβαίνω· у него поднялась температура ανέβηκε η θερμοκρασία του
    * * *
    1) σηκώνω, υψώνω

    подня́ть бока́л — υψώνω το ποτήρι

    подня́тьру́ку — σηκώνω το χέρι

    подня́ть за́навес — ανοίγω την αυλαία

    подня́ть флаг — υψώνω τη σημαία

    2) ( повысить) υψώνω, ανεβάζω

    подня́ть це́ны — υψώνω τις τιμές

    ••

    подня́ть шум — κάνω θόρυβο ( или φασαρία)

    подня́ть вопро́с — βάλλω ( или θέτω) ζήτημα

    подня́ть восста́ние — επαναστατώ, κάνω επανάσταση

    Русско-греческий словарь > поднять

  • 11 нормальней

    нормальней
    прил
    1. κανονικός, τακτικός, ὁμαλός:
    \нормальнейая температура ἡ κανονική θερμοκρασία· \нормальнейые условия οἱ ὁμαλές συνθήκες· прийти в \нормальнейое состояние συνέρχομαι, Ερχομαι στά συγκαλά μου·
    2. (психически здоровый) ὁμαλός.

    Русско-новогреческий словарь > нормальней

  • 12 падать

    пада||ть
    несов
    1. πέφτω, (κατα)πίπτω / καταρρέω, γκρεμίζομαι, κρημνίζομαι (о постройке):
    \падать на́взничь πέφτω ἀνάσκελα·
    2. перен πέφτω, 'στρέφομαι:
    ответственность \падатьет на тебя ἐσύ ἐχεις τήν εὐ-θύνη· подозрение \падатьет на него οἱ ὑπο ψίες στρέφονται σ'αύτόν
    3. (приходиться) πέφτω:
    все расходы \падатьют на меня ὀλα τά ἐξοδα πέφτουν σέ μένα· жребий \падатьет на него́ ὁ κλήρος πέφτει σ'αύτόν праздник \падатьет на пятницу ἡ γιορτή πέφτει Παρασκευή·
    4. (выпадать) πέφτω:
    волосы \падатьют πέφτουν τά μαλλιά·
    5. (понижаться) πέφτω:
    температура \падатьет ἡ θερμοκρασία πέφτει· цены \падатьют οἱ τιμές πέφτουν
    6. (о скоте) ψοφῶ· ◊\падатьду́хом χάνω τό ήθικό μου· \падать в обморок λιποθυμώ.

    Русско-новогреческий словарь > падать

  • 13 пониженный

    пони́женн||ый
    1. прич. от понизить.
    2. прил ἐλαττωμένος, χαμηλός, κατώτερος, κατεβασμένος, χαμηλωμένος:
    \пониженныйая температура ἡ χαμηλή θερμοκρασία· ◊ \пониженныйое настроение ἡ κακή διάθεση, τά χαλασμένα κέφια.

    Русско-новогреческий словарь > пониженный

  • 14 выше

    1. συγκρ. β. του επ. высокий κ.του επίρ. высоко.
    2. επίρ. ψηλότερα, πιο ψηλά• ανώτερα• άνω, πιο πάνω, παραπάνω• ανωτέρω•

    температура выше ноля θερμοκρασία άνω του μηδενός•

    выше как сказано выше όπως ειπώθηκε παραπάνω•

    дети семи лет и выше παιδιά εφτά χρονών και πάνω•

    это выше моих сил αυτό ξεπερνά τις δυνάμεις μου•

    как было упомянуто выше όπως αναφέρθηκε παραπάνω•

    летать выше всех πετώ ψηλότερα απ’ όλους.

    Большой русско-греческий словарь > выше

  • 15 ненормальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно;
    1. ανώμαλος, μη κανον ικός έκρυθμος άτακτος, ακανόνιστος•

    -ое положение вещей ανώμαλη κατάσταση πραγμάτων•

    -ая температура μη κανονική θερμοκρασία.

    2. επ. κ. ουσ. φρενοβλαβής, ανισόρροπος.

    Большой русско-греческий словарь > ненормальный

  • 16 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 17 скакать

    скачу, скачешь ρ.δ.
    1. πηδώ•

    через вервку πηδώ το σχοινάκι.

    || αντιπηδώ, ανακρούω, τινάζομαι αντίθετα προς την πρόσκρουση. || μτφ. ανεβοκατεβαίνω, διακυμαίνομαι, έχω σκαμπανεβάσματα•

    температура -ет η θερμοκρασία (ή ο πυρετός) έχει σκαμπανεβάσματα.

    2. κινούμαι πηδηχτά, με πηδηματάκια•

    дрозды -чут τα κοτσίφια πηδούν.

    || χορεύω πιΐδηχτά, χοροπηδώ.
    3. καλπάζω.

    Большой русско-греческий словарь > скакать

  • 18 сколько

    до сколька, по скольку, γεν. πλθ. скольких αντων. κ. επίρ. сколько.
    1. αντων. κ. επίρ. ερωτημ. πόσο, πόσα•

    сколько тебе лет? πόσα χρόνια είσαι;•

    в -их томах роман? πόσους τόμους είναι το μυθιστόρημα;•

    по -у денет пришлось на каждого? από πόσα χρήματα έπεσαν στον καθένα;

    2. επίρ. κ. αντων. πόσο• πόσος, -η, -ο•

    сколько горьких слз пролила моя мать! πόσα πικρά δάκρυα έχυσε η μάνα μου!•

    сколько е люблю! πόσο την αγαπώ!•

    сколько женщин было гам πόσες γυναίκες ήταν εκεί•

    до сколько ως πόσο (επίρ.)• ως πόσος, -η, -ο (αντων.)• до градусов температура? πόσοι βαθμοί θερμοκρασία (είναι);

    3. επίρ. βλ. насколько.
    εκφρ.
    сколько ни – όσο και να μή•
    не столько... сколько... – (συνδ.) όχι τόσο..., όσο... сколько в душе угодно ή сколько угодно ή влезет όσο θέλει η ψυχή σου ή όσο θέλεις ή όσο χωράει (άφθονα)•
    сколько лет сколько зим! – χρόνια και ζαμάνια ή χρόνια και χρόνια (έχομε να συναντηθούμε, να ιδωθούμε)•
    столько... сколько и... – τόσο..., όσο και...

    Большой русско-греческий словарь > сколько

  • 19 снизить

    сшиу, снизишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сниженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• κατεβάζω, χαμηλώνω•

    снизить давление λιγοστεύω την πίεση•

    цен κατεβάζω τις τιμές, κάνω εκπτώσεις•

    скорость ελαττώνω την ταχύτητα•

    снизить интерес μειώνω το ενόιαφέρο•

    снизить голос χαμηλώνω τη φωνή.

    κατεβαίνω, κατέρχομαι• χαμηλώνω. || μτφ. μειώνομαι, ελαττώνομαι• πέφτω•

    цены -лись οι τιμές έπεσαν•

    температура -лась η θερμοκρασία έπεσε.

    Большой русско-греческий словарь > снизить

  • 20 спустить

    ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω• αφήνω• ρίχνω•

    спустить рабочих в шахту κατεβάζω τους εργάτες στο ορυχείο•

    спустить занавеску κατεβάζω την κουρτίνα•

    спустить ведро в колодец ρίχνω το κουβά στο πηγάδι•

    спустить ребнка с рук на пол αφήνω (αποθέτω) το παιδάκι στο πάτωμα•

    спустить флаг κατεβάζω τη σημαία.

    || σπρώχνω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•

    спустить кого–нибудь с лестницы γκρεμίζω κάποιον από τη σκάλα.

    || μτφ. μεταφέρω (στους υποδεέστερους)•

    спустить директивы κατεβάζω τις οδηγίες.

    2. χαμηλώνω•

    спустить знамна над гробом υποστέλλω τις σημαίες πάνω από το φέρετρο.

    || κατεβάζω λίγο, χαμηλώνω κατά τι•

    спустить чулки κατεβάζω λίγο τις κάλτσες.

    3. απελευθερώνω, τραβώ, πατώ•

    спустить курок πατώ τη σκαντάλη•

    собаку с цепи λύνω το σκυλί.

    4. αφήνω να διαρεύσει (για υγρά, αέρια). || αδειάζω, εκκενώνω. || αδυνατίζω, χάνω την ελαστικότητα.
    5. ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω•

    спустить уровень воды κατεβάζω τη στάθμη του νερού.

    || ξεπέφτω, χάνω από το βάρος, αδυνατίζω•

    спустить несколько килограммов αδυνατίζω μερικά κιλά.

    6. φέρνομαι επιεικά, δείχνω συγκαταβατικοτητα, συγχωρώ.
    7. καταναλώνω, πουλώ. || χάνωστα χαρτιά.
    εκφρ.
    спустить жир – διώχνω, αποβάλλωτο πάχος (αδυνατίζω, ξεπέφτω)•
    спустить петлю – α) αφήνω θηλιά (κατά το πλέξιμο), β) βγάζω τις θηλιές•
    спустить петли – στενεύω, μαζεύω (λιγοστεύοντας τις θηλιές)•
    спустить судно – α) καθέλκω, -κύω σκάφος, β) κατεβάζω στο νερό από το πλοίο (βάρκα κ.τ.τ.) спустить шкуру μαστιγώνω γερά•спуститьтя рукава (делать) κάνω όπως-όπως (κακότεχνα).
    1. κατέρχομαι, κατεβαίνω•

    спустить с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    спустить в овраг κατεβαίνωστη χαράδρα•

    шторы -лись τα στορ κατέβηκαν (έκλεισαν).

    || πλέω προς τα κάτω.
    2. κατεβαίνω, κάθομαι (για πτηνά)• προσγειώνομαι (γιααεροπλάνο). || μτφ. επικάθομαι, πέφτω•

    туман спуститьлся на болото ομίχλη έπεσε στο βάλτο.

    || χαμηλώνω. || μτφ. ξεπέφτω (ηθικά), κατρακυλώ. || απελευθερώνομαι, πέφτω•

    курок -лся ο επικρουστήρας έπεσε.

    || ξεπέφτω, ξεφεύγω από τη θέση, κατεβαίνω λιγάκι•

    юбка -лась η φούστα ξέπεσε λίγο.

    3. υποβιβάζομαι.
    4. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω•

    температура -лась η θερμοκρασία ελαττώθηκε.

    εκφρ.
    спустить о облаков – κατεβαίνω από τα σύννεφα (προσαρμόζομαι στην πραγματικότητα, προσγειώνομαι).

    Большой русско-греческий словарь > спустить

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»